γαμωσταυρίδι, το, ουσ. [<γαμώ + σταυρός + κατάλ. -ίδι], συνήθως
στον πλ. τα γαμωσταυρίδια, υβρεολόγιο με χυδαίες βρισιές, που
προσβάλλουν τα θεία: «επειδή άργησα το πρωί στη δουλειά, μόλις με είδε τ’
αφεντικό, μ’ άρχισε τα γαμωσταυρίδια»·
-
ρίχνω γαμωσταυρίδια ή ρίχνω τα γαμωσταυρίδια μου, βρίζω με χυδαίο
τρόπο που προσβάλλει τα θεία και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ εκνευρισμένος:
«όταν είναι νευριασμένος, ρίχνει συνέχεια γαμωσταυρίδια»·
-
του ρίχνω γαμωσταυρίδια ή του ρίχνω τα γαμωσταυρίδια του, τον
βρίζω με χυδαίο τρόπο που προσβάλλει τα θεία και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ
νευριασμένος μαζί του: «μόλις τον έπιασε να κάνει κοπάνα, του ’ριξε τα
γαμωσταυρίδια του».